Τριήμερο στα κάγκελα

Σε μια στιγμή παραμερίζει το πλήθος. Μαζί του κι εμείς. Παραμερίζουμε για να περάσει μια εικόνα ζωής, νιογέννητη κι αυτή, φερμένη όμως από πολύ παλιά παραμύθια:  

Ένας άντρας –ο πατέρας πρέπει να είναι– και στον σβέρκο του καθισμένο ένα μικρό παιδί. Πολύ μικρό. Περνούν αμίλητοι ανάμεσά μας και το παιδί από ψηλά, μ’ ένα πρόσωπο σοβαρό, κοιτάζει όλους μας αμίλητο κουνώντας με το χέρι του ένα χάρτινο σημαιάκι. Πού βρέθηκε τέτοια ώρα το παιδί; Πού βρέθηκε το σημαιάκι; Τα παιδιά τέτοια ώρα κοιμούνται. Τα σημαιάκια τέτοια ώρα είναι θαμμένα σε μπαούλα περιμένοντας κάποια εθνική γιορτή για να βγουν και να κρατηθούν από παιδικά χέρια.

Υποδεχόμαστε σιωπηλοί τη νέα ζωή που περνάει ανάμεσά μας.

Να γονατίσουμε πρέπει.

Να σκύψουμε τα κεφάλια μας πρέπει στη νέα ζωή.  

Παραμερίζουμε μόνο. Και σωπαίνουμε. Και το παιδί προχωράει πιο πάνω, όλο πιο πάνω, και το αυλάκι που ανοίγει πίσω του ξανακλείνει.

Τώρα το παιδί φαντάζει από μακριά σαν να πορεύεται μοναχό του πάνω απ’ τα κεφάλια μας, σαν να ξανάγινε το θαύμα λες, και περπατάει πάνω στα κύματα το παιδί, έπειτα από τόσους αιώνες, δίχως να βουλιάζει.

Ώρα μεσάνυχτα.

Σείεται η γη απ’ άκρη σ’ άκρη. Τρίζουν τα παράθυρα. Παραβιάζονται οι πόρτες. Όχι! Δεν είναι οχλοβοή. Είναι φωνές καθαρές. Δεν είναι όχλος. Δεν είναι βουητό. Είναι απόσταγμα γνώσης αιώνων, που τη ζύμωσαν οι άνθρωποι μέσα σε μπουντρούμια και σε κρυφά σχολειά.

Χάνομαι προς τα αριστερά. Άλλος κόσμος στριμώχνεται εδώ. Κάποιοι κουβαλάνε θεόρατα πανέρια γεμάτα τρόφιμα. Για τα παιδιά. Για την καρδιά την πολιορκημένη.

Φώντας Κονδύλης, Τριήμερο στα κάγκελα, εκδ. Kαστανιώτη, Aθήνα, 1987

ερωτήσεις βιβλίου

  1. «Είναι απόσταγμα γνώσης αιώνων, που τη ζύμωσαν οι άνθρωποι μέσα σε μπουντρούμια και σε κρυφά σχολειά» λέει ο Φώντας Κονδύλης. Τι εννοεί κατά τη γνώμη σας;
  2. Αν γινόταν και συναντούσατε αυτό το παιδί τότε (ή τώρα, που θα είναι μεγάλος άνθρωπος), τι θα το ρωτούσατε;
  3. Συζητήστε τις εντυπώσεις σας ακούγοντας την κασέτα με τα ηχογραφημένα ντοκουμέντα από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου.
Μικρός τύμβος


Δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δε φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια σε υψηλό λειμώνα τις μορφές σας
λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
μπροστά σ’ αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.

Νικηφόρος Βρεττάκος
  
  
λειμώνας: λιβάδι, βοσκοτόπι

Κοίτα με στα μάτια

Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά,
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη,
άκουσα κι απόψε πόρτα να χτυπά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.

Πώς να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ’ Αϊ-Νικόλα,
έπινε τον ήλιο σαν χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.

Κοίτα με στα μάτια και με τον σουγιά
πάρε απ’ τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ’ όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.

Πού είσαι, Πέτρο; Πού είσαι, Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το σιντριβάνι.
Νεράκι πίνω να λησμονήσω.
Γύρισε πίσω. Γύρισε πίσω.

Νίκος Γκάτσος

Άγνωστος αγωνιστής

Η σφαίρα που σε σκότωσε
πέρασε δίπλα από την καρδιά μου,
δίπλα απ’ την καρδιά μου έπεσες νεκρός,
δίπλα απ’ την καρδιά μου σ’ έθαψαν,
απάνω στον τάφο σου χτυπά.

Κώστας Μόντης

ερωτήσεις βιβλίου

  • Πώς καταλαβαίνετε τον στίχο: «μπροστά σ’ αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή»;
  • Με ποιες λέξεις ή φράσεις δηλώνεται στα ποιήματα ότι οι φοιτητές ήταν άοπλοι;
  • Ποιες εικόνες χρησιμοποιούν οι ποιητές; Περιγράψτε τες με δικά σας λόγια.
  • Με θέμα «Η νύχτα της 17ης Νοέμβρη 1973», ζωγραφίστε ή χρησιμοποιήστε την τεχνική του κολάζ φτιάχνοντας το δικό σας έργο.